Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διάρριμμα
διαρρίπτω
διάρριψις
διαρροή
διαρροθέω
διάρροια
διαρροιζέω
View word page
διαρραίω
διαρραίω fut. σω to dash in pieces, destroy, Hom.:— Pass., c. fut. mid., to be destroyed, perish, Il.; διαρραισθέντας Aesch.

ShortDef

to dash in pieces, destroy

Debugging

Headword:
διαρραίω
Headword (normalized):
διαρραίω
Headword (normalized/stripped):
διαρραιω
IDX:
8068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8072
Key:
diarrai/w

Data

{'content': 'διαρραίω\n fut. σω\n to dash in pieces, destroy, Hom.:— Pass., c. fut. mid., to be destroyed, perish, Il.; διαρραισθέντας Aesch.', 'key': 'diarrai/w'}