Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διάρριμμα
διαρρίπτω
διάρριψις
διαρροή
View word page
διαρμόζω
διαρμόζω fut. σω to distribute in various places, dispose, Eur.

ShortDef

to distribute in various places, dispose

Debugging

Headword:
διαρμόζω
Headword (normalized):
διαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
διαρμοζω
IDX:
8065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8069
Key:
diarmo/zw

Data

{'content': 'διαρμόζω\n fut. σω\n to distribute in various places, dispose, Eur.', 'key': 'diarmo/zw'}