Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διάρριμμα
διαρρίπτω
διάρριψις
View word page
διαρκής
διαρκής διαρκής, ές from διαρκέω quite sufficient, Thuc. lasting, Dem.:—adv. -κῶς, Sup. διαρκέστατα in complete competence, Xen.
ShortDef
quite sufficient
Debugging
Headword:
διαρκής
Headword (normalized):
διαρκής
Headword (normalized/stripped):
διαρκης
IDX:
8064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8068
Key:
diarkh/s
Data
{'content': 'διαρκής\n διαρκής, ές\n from διαρκέω\n quite sufficient, Thuc.\n lasting, Dem.:—adv. -κῶς, Sup. διαρκέστατα in complete competence, Xen.', 'key': 'diarkh/s'}