Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
διάρριμμα
View word page
διαριθμέω
διαριθμέω fut. ήσω to reckon up one by one, enumerate, Eur. to draw distinctions, distinguish, Plat.: —Pass. to be distinguished, Aeschin.

ShortDef

to reckon up one by one, enumerate

Debugging

Headword:
διαριθμέω
Headword (normalized):
διαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
διαριθμεω
IDX:
8062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8066
Key:
diariqme/w

Data

{'content': 'διαριθμέω\n fut. ήσω\n to reckon up one by one, enumerate, Eur.\n to draw distinctions, distinguish, Plat.: —Pass. to be distinguished, Aeschin.', 'key': 'diariqme/w'}