Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
διαρρέω
διαρρήγνυμι
διαρρήδην
View word page
διαρθρόω
διαρθρόω fut. ώσω to divide by joints, to articulate, Plat.:—Pass., perf. part. διηρθρωμένος well-jointed, well-knit, Plat. to endue with articulate speech, Luc.; Mid., φωνὴν διηρθρώσατο invented articulate speech, Plat. to complete in detail, Arist.

ShortDef

to divide by joints, to articulate

Debugging

Headword:
διαρθρόω
Headword (normalized):
διαρθρόω
Headword (normalized/stripped):
διαρθροω
IDX:
8061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8065
Key:
diarqro/w

Data

{'content': 'διαρθρόω\n fut. ώσω\n to divide by joints, to articulate, Plat.:—Pass., perf. part. διηρθρωμένος well-jointed, well-knit, Plat.\n to endue with articulate speech, Luc.; Mid., φωνὴν διηρθρώσατο invented articulate speech, Plat.\n to complete in detail, Arist.', 'key': 'diarqro/w'}