Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
διαρραίω
View word page
δῖα
δῖα fem. of δῖος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δῖα
Headword (normalized):
δῖα
Headword (normalized/stripped):
δια
IDX:
8058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8062
Key:
di=a
Data
{'content': 'δῖα\n fem. of δῖος.', 'key': 'di=a'}