Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπτοέω
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
διαρραίνω
View word page
διαράσσω
διαράσσω fut. ξω to strike through, Hes.

ShortDef

to strike through

Debugging

Headword:
διαράσσω
Headword (normalized):
διαράσσω
Headword (normalized/stripped):
διαρασσω
IDX:
8057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8061
Key:
diara/ssw

Data

{'content': 'διαράσσω\n fut. ξω\n to strike through, Hes.', 'key': 'diara/ssw'}