Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαπταίω
διαπτοέω
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
διαριθμέω
διαρκέω
διαρκής
διαρμόζω
διαρπάζω
View word page
διαπωλέω
διαπωλέω fut. ήσω to sell publicly, Xen.
ShortDef
to sell publicly
Debugging
Headword:
διαπωλέω
Headword (normalized):
διαπωλέω
Headword (normalized/stripped):
διαπωλεω
IDX:
8056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8060
Key:
diapwle/w
Data
{'content': 'διαπωλέω\n fut. ήσω\n to sell publicly, Xen.', 'key': 'diapwle/w'}