Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπρεσβεύομαι
διαπρηστεύω
διαπρίω
διαπρό
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτοέω
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
διαρθρόω
View word page
διαπυκτεύω
διαπυκτεύω fut. σω to spar, fight with, τινί Xen.

ShortDef

to spar, fight with

Debugging

Headword:
διαπυκτεύω
Headword (normalized):
διαπυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
διαπυκτευω
IDX:
8051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8055
Key:
diapukteu/w

Data

{'content': 'διαπυκτεύω\n fut. σω\n to spar, fight with, τινί Xen.', 'key': 'diapukteu/w'}