Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπρέπω
διαπρεσβεύομαι
διαπρηστεύω
διαπρίω
διαπρό
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτοέω
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
διαβαδίζω
διάργεμος
View word page
διαπτύω
διαπτύω fut. ύσω to spit upon, τινά Dem.

ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
διαπτύω
Headword (normalized):
διαπτύω
Headword (normalized/stripped):
διαπτυω
IDX:
8050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8054
Key:
diaptu/w

Data

{'content': 'διαπτύω\n fut. ύσω\n to spit upon, τινά Dem.', 'key': 'diaptu/w'}