Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπράσσω
διαπρεπής
διαπρέπω
διαπρεσβεύομαι
διαπρηστεύω
διαπρίω
διαπρό
διαπρύσιος
διαπταίω
διαπτοέω
διαπτύσσω
διαπτυχή
διαπτύω
διαπυκτεύω
διαπυνθάνομαι
διάπυρος
διαπυρόομαι
διαπυρσεύω
διαπωλέω
διαράσσω
δῖα
View word page
διαπτύσσω
διαπτύσσω Attic -ττω fut. ξω to open and spread out, to unfold, disclose, Soph., Eur.

ShortDef

to open and spread out, to unfold, disclose

Debugging

Headword:
διαπτύσσω
Headword (normalized):
διαπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπτυσσω
IDX:
8048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8052
Key:
diaptu/ssw

Data

{'content': 'διαπτύσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to open and spread out, to unfold, disclose, Soph., Eur.', 'key': 'diaptu/ssw'}