Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
View word page
αἱματορρόφος
αἱματορρόφος ῥοφέω blood-drinking, Aesch.

ShortDef

blood-drinking

Debugging

Headword:
αἱματορρόφος
Headword (normalized):
αἱματορρόφος
Headword (normalized/stripped):
αιματορροφος
IDX:
805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n805
Key:
ai(matorro/fos

Data

{'content': 'αἱματορρόφος\n ῥοφέω\n blood-drinking, Aesch.', 'key': 'ai(matorro/fos'}