διαπόνημα
διαπόνημα
διαπόνημα, ατος, τό,
from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.
{ "content": "διαπόνημα\n διαπόνημα, ατος, τό,\n from διαπονέω\n hard labour, exercise, Plat.", "key": "diapo/nhma" }