Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱματώψ
View word page
αἱματολοιχός
αἱματολοιχός λείχω licking blood, ἔρως αἱμ. thirst for blood, Aesch.
ShortDef
licking blood
Debugging
Headword:
αἱματολοιχός
Headword (normalized):
αἱματολοιχός
Headword (normalized/stripped):
αιματολοιχος
IDX:
803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n803
Key:
ai(matoloixo/s
Data
{'content': 'αἱματολοιχός\n λείχω\n licking blood, ἔρως αἱμ. thirst for blood, Aesch.', 'key': 'ai(matoloixo/s'}