Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνυμι
διαπηδάω
διαπιαίνω
διαπίμπλημι
διαπίνω
διαπιπράσκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάσσω
διαπλατύνω
διαπλέκω
διαπλέω
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διάπλοος
διαπνέω
διαποικίλλω
διαπολεμέω
View word page
διαπιστέω
διαπιστέω fut. ήσω to distrust utterly, τινι Dem.

ShortDef

to distrust utterly

Debugging

Headword:
διαπιστέω
Headword (normalized):
διαπιστέω
Headword (normalized/stripped):
διαπιστεω
IDX:
8011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n8015
Key:
diapiste/w

Data

{'content': 'διαπιστέω\n fut. ήσω\n to distrust utterly, τινι Dem.', 'key': 'diapiste/w'}