Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσταγής
αἱματόφυρτος
αἱματοχάρμης
αἱματόω
αἱματώδης
View word page
αἱματηφόρος
αἱματηφόρος φέρω bringing blood, bloody, Aesch.
ShortDef
bringing blood, bloody
Debugging
Headword:
αἱματηφόρος
Headword (normalized):
αἱματηφόρος
Headword (normalized/stripped):
αιματηφορος
IDX:
801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n801
Key:
ai(mathfo/ros
Data
{'content': 'αἱματηφόρος\n φέρω\n bringing blood, bloody, Aesch.', 'key': 'ai(mathfo/ros'}