Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
ἀικῶς
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
View word page
αἱμασιά
αἱμασιά a wall of dry stones, Lat. maceria, Od., etc. Deriv. uncertain.
ShortDef
a wall
Debugging
Headword:
αἱμασιά
Headword (normalized):
αἱμασιά
Headword (normalized/stripped):
αιμασια
IDX:
796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n796
Key:
ai(masia/
Data
{'content': 'αἱμασιά\n a wall of dry stones, Lat. maceria, Od., etc. \n Deriv. uncertain.', 'key': 'ai(masia/'}