Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
διανάσσω
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διανέμησις
διανεμητέος
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανέομαι
διανέω
διανήχομαι
διανθίζω
διανίστημι
διανοέομαι
διανόημα
διανοητικός
View word page
διανεμητικός
διανεμητικός διανεμητικός, ή, όν διανέμω distributive, Plat.

ShortDef

distributive

Debugging

Headword:
διανεμητικός
Headword (normalized):
διανεμητικός
Headword (normalized/stripped):
διανεμητικος
IDX:
7955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7959
Key:
dianemhtiko/s

Data

{'content': 'διανεμητικός\n διανεμητικός, ή, όν\n διανέμω\n distributive, Plat.', 'key': 'dianemhtiko/s'}