διαμφισβήτησις
διαμφισβήτησις
from διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις, εως
a disputing, dispute, Plut.
{
"content": "διαμφισβήτησις\n from διαμφισβητέω\n διαμφισβήτησις, εως\n a disputing, dispute, Plut.",
"key": "diamfisbh/thsis"
}