Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
διανάσσω
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διανέμησις
διανεμητέος
διανεμητικός
View word page
διαμφισβητέω
διαμφισβητέω fut. ήσω to dispute or disagree, πρός τινα περί τινος Dem.:—Pass., τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, Dem.

ShortDef

to dispute

Debugging

Headword:
διαμφισβητέω
Headword (normalized):
διαμφισβητέω
Headword (normalized/stripped):
διαμφισβητεω
IDX:
7945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7949
Key:
diamfisbhte/w

Data

{'content': 'διαμφισβητέω\n fut. ήσω\n to dispute or disagree, πρός τινα περί τινος Dem.:—Pass., τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, Dem.', 'key': 'diamfisbhte/w'}