Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
διανάσσω
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διανέμησις
διανεμητέος
View word page
διαμφίδιος
διαμφίδιος δι-αμφίδιος (φῐ), ον ἀμφίς utterly different, Aesch.
ShortDef
utterly different
Debugging
Headword:
διαμφίδιος
Headword (normalized):
διαμφίδιος
Headword (normalized/stripped):
διαμφιδιος
IDX:
7944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7948
Key:
diamfi/dios
Data
{'content': 'διαμφίδιος\n δι-αμφίδιος (φῐ), ον\n ἀμφίς\n utterly different, Aesch.', 'key': 'diamfi/dios'}