Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
διανάσσω
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διανέμησις
View word page
διαμυλλαίνω
διαμυλλαίνω fut. ανῶ to make mouths (in scorn), Ar.

ShortDef

to make mouths

Debugging

Headword:
διαμυλλαίνω
Headword (normalized):
διαμυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμυλλαινω
IDX:
7943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7947
Key:
diamullai/nw

Data

{'content': 'διαμυλλαίνω\n fut. ανῶ\n to make mouths (in scorn), Ar.', 'key': 'diamullai/nw'}