Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
διανάσσω
διαναυμαχέω
διανάω
View word page
διαμυδαλέος
διαμυδαλέος δια-μῡδᾰλέος, α, ον drenching, Aesch.

ShortDef

drenching

Debugging

Headword:
διαμυδαλέος
Headword (normalized):
διαμυδαλέος
Headword (normalized/stripped):
διαμυδαλεος
IDX:
7941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7945
Key:
diamudale/os

Data

{'content': 'διαμυδαλέος\n δια-μῡδᾰλέος, α, ον\n drenching, Aesch.', 'key': 'diamudale/os'}