Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναπαύω
View word page
διαμοιράω
διαμοιράω fut. ήσω to divide, rend asunder, Eur.; so in Mid., Eur. in Mid., also, to portion out, distribute, Od.
ShortDef
to divide, rend asunder
Debugging
Headword:
διαμοιράω
Headword (normalized):
διαμοιράω
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραω
IDX:
7938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7942
Key:
diamoira/w
Data
{'content': 'διαμοιράω\n fut. ήσω\n to divide, rend asunder, Eur.; so in Mid., Eur.\n in Mid., also, to portion out, distribute, Od.', 'key': 'diamoira/w'}