Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
View word page
διαμιστύλλω
διαμιστύλλω aor1 -εμιστῡλα to cut up piecemeal, Hdt.

ShortDef

to cut up piecemeal

Debugging

Headword:
διαμιστύλλω
Headword (normalized):
διαμιστύλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμιστυλλω
IDX:
7936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7940
Key:
diamistu/llw

Data

{'content': 'διαμιστύλλω\n aor1 -εμιστῡλα\n to cut up piecemeal, Hdt.', 'key': 'diamistu/llw'}