Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
View word page
διαμισέω
διαμισέω fut. ήσω to hate bitterly, Arist., Plut.

ShortDef

to hate bitterly

Debugging

Headword:
διαμισέω
Headword (normalized):
διαμισέω
Headword (normalized/stripped):
διαμισεω
IDX:
7935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7939
Key:
diamise/w

Data

{'content': 'διαμισέω\n fut. ήσω\n to hate bitterly, Arist., Plut.', 'key': 'diamise/w'}