διαμιλλάομαι
διαμιλλάομαι
fut. ήσομαι
aor1 -ημιλλήθην
Dep. to contend hotly, strive earnestly, τινι or πρός τινα Plat.; περί τινος Plat.
{ "content": "διαμιλλάομαι\n fut. ήσομαι\n aor1 -ημιλλήθην\n Dep. to contend hotly, strive earnestly, τινι or πρός τινα Plat.; περί τινος Plat.", "key": "diamilla/omai" }