διαμικρολογέομαι
διαμικρολογέομαι
fut. ήσομαι
Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.
{
"content": "διαμικρολογέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.",
"key": "diamikrologe/omai"
}