Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
διαμυθολογέω
View word page
διαμικρολογέομαι
διαμικρολογέομαι fut. ήσομαι Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.

ShortDef

to deal meanly

Debugging

Headword:
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized):
διαμικρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμικρολογεομαι
IDX:
7932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7936
Key:
diamikrologe/omai

Data

{'content': 'διαμικρολογέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to deal meanly, πρός τινα Plut.', 'key': 'diamikrologe/omai'}