Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμπάξ
διαμπερές
διαμυδαλέος
View word page
διαμηχανάομαι
διαμηχανάομαι fut. ήσομαι Dep. to bring about, contrive, Ar., Plat.
ShortDef
to bring about, contrive
Debugging
Headword:
διαμηχανάομαι
Headword (normalized):
διαμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμηχαναομαι
IDX:
7931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7935
Key:
diamhxana/omai
Data
{'content': 'διαμηχανάομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to bring about, contrive, Ar., Plat.', 'key': 'diamhxana/omai'}