διαμετρητός
διαμετρητός
διαμετρητός, ή, όν
from διαμετρέω
measured out or off, Il.
{ "content": "διαμετρητός\n διαμετρητός, ή, όν\n from διαμετρέω\n measured out or off, Il.", "key": "diametrhto/s" }