Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
διαμνημονεύω
διαμοιράω
View word page
διαμετρητός
διαμετρητός διαμετρητός, ή, όν from διαμετρέω measured out or off, Il.
ShortDef
measured out
Debugging
Headword:
διαμετρητός
Headword (normalized):
διαμετρητός
Headword (normalized/stripped):
διαμετρητος
IDX:
7928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7932
Key:
diametrhto/s
Data
{'content': 'διαμετρητός\n διαμετρητός, ή, όν\n from διαμετρέω\n measured out or off, Il.', 'key': 'diametrhto/s'}