Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμείβω
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμιμνῄσκομαι
διαμισέω
διαμιστύλλω
View word page
διαμερισμός
διαμερισμός διαμερισμός, ὁ, from διαμερίζω division, dissension, NTest.
ShortDef
division, dissension
Debugging
Headword:
διαμερισμός
Headword (normalized):
διαμερισμός
Headword (normalized/stripped):
διαμερισμος
IDX:
7926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7930
Key:
diamerismo/s
Data
{'content': 'διαμερισμός\n διαμερισμός, ὁ,\n from διαμερίζω\n division, dissension, NTest.', 'key': 'diamerismo/s'}