Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
αἰκέλιος
ἀϊκή
ἀϊκής
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
ἀικῶς
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
αἱματόεις
αἱματολοιχός
View word page
αἱμακτός
αἱμακτός verb. adj. of αἱμάσσω mingled with blood, of blood, Eur.
ShortDef
mingled with blood, of blood
Debugging
Headword:
αἱμακτός
Headword (normalized):
αἱμακτός
Headword (normalized/stripped):
αιμακτος
IDX:
793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n793
Key:
ai(makto/s
Data
{'content': 'αἱμακτός\n verb. adj. of αἱμάσσω\n mingled with blood, of blood, Eur.', 'key': 'ai(makto/s'}