Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι
View word page
διαμέμφομαι
διαμέμφομαι fut. -ψομαι Dep. to blame greatly, Thuc.
ShortDef
to blame greatly
Debugging
Headword:
διαμέμφομαι
Headword (normalized):
διαμέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμεμφομαι
IDX:
7923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7927
Key:
diame/mfomai
Data
{'content': 'διαμέμφομαι\n fut. -ψομαι\n Dep. to blame greatly, Thuc.', 'key': 'diame/mfomai'}