Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηχανάομαι
διαμικρολογέομαι
View word page
διαμέλλω
διαμέλλω fut. -μελλήσω to be always going to do, i.e. to delay continually, Thuc.

ShortDef

to be always going

Debugging

Headword:
διαμέλλω
Headword (normalized):
διαμέλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμελλω
IDX:
7922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7926
Key:
diame/llw

Data

{'content': 'διαμέλλω\n fut. -μελλήσω\n to be always going to do, i.e. to delay continually, Thuc.', 'key': 'diame/llw'}