Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστροπεύω
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
View word page
διαμειρακιεύομαι
διαμειρακιεύομαι Dep. to strive hotly with, τινί Plut.
ShortDef
to strive hotly with
Debugging
Headword:
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized):
διαμειρακιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμειρακιευομαι
IDX:
7917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7921
Key:
diameirakieu/omai
Data
{'content': 'διαμειρακιεύομαι\n Dep. to strive hotly with, τινί Plut.', 'key': 'diameirakieu/omai'}