Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστροπεύω
διαμαχητέος
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελεϊστί
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
View word page
διαμεθίημι
διαμεθίημι fut. -μεθήσω to let go, give up, leave off, Eur.

ShortDef

to let go, give up, leave off

Debugging

Headword:
διαμεθίημι
Headword (normalized):
διαμεθίημι
Headword (normalized/stripped):
διαμεθιημι
IDX:
7915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7919
Key:
diameqi/hmi

Data

{'content': 'διαμεθίημι\n fut. -μεθήσω\n to let go, give up, leave off, Eur.', 'key': 'diameqi/hmi'}