Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἴθω
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀϊκή
ἀϊκής
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
ἀικῶς
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
αἱματηφόρος
View word page
αἴλινος
αἴλινος a plaintive dirge, Trag.; (said to be from αἶ Λίνον, ah me for Linus! v. Λίνος II.) adj. αἴλινος, ον, mournful, plaintive, Eur.:— neut. pl. αἴλινα as adv., Mosch.

ShortDef

a plaintive dirge

Debugging

Headword:
αἴλινος
Headword (normalized):
αἴλινος
Headword (normalized/stripped):
αιλινος
IDX:
791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n791
Key:
ai)/linos

Data

{'content': 'αἴλινος\n a plaintive dirge, Trag.; (said to be from αἶ Λίνον, ah me for Linus! v. Λίνος II.)\n adj. αἴλινος, ον, mournful, plaintive, Eur.:— neut. pl. αἴλινα as adv., Mosch.', 'key': 'ai)/linos'}