Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαλοιδορέομαι
διαλυμαίνομαι
διάλυσις
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτός
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθύνω
διαμαλάττω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτία
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρία
διαμαρτύρομαι
διαμάσσω
διαμαστιγόω
διαμαστροπεύω
διαμαχητέος
View word page
διαμαλάττω
διαμαλάττω fut. ξω strengthd. for μαλάττω Luc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαμαλάττω
Headword (normalized):
διαμαλάττω
Headword (normalized/stripped):
διαμαλαττω
IDX:
7902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7906
Key:
diamala/ttw
Data
{'content': 'διαμαλάττω\n fut. ξω\n strengthd. for μαλάττω Luc.', 'key': 'diamala/ttw'}