Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἴθων
αἴθω
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀϊκή
ἀϊκής
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
ἀικῶς
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
αἱματηρός
View word page
ἀικῶς
ἀικῶς adverb of ἀϊκής.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀικῶς
Headword (normalized):
ἀικῶς
Headword (normalized/stripped):
αικως
IDX:
790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n790
Key:
a)ikw=s

Data

{'content': 'ἀικῶς\n adverb of ἀϊκής.', 'key': 'a)ikw=s'}