Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαλεπτολογέομαι
διαληπτέος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλυμαίνομαι
διάλυσις
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτός
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθύνω
διαμαλάττω
View word page
διαλοιδορέομαι
διαλοιδορέομαι fut. ήσομαι Dep. to rail furiously at, τινι Hdt.; διαλοιδορηθείς Dem.
ShortDef
to rail furiously at
Debugging
Headword:
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized):
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλοιδορεομαι
IDX:
7892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7896
Key:
dialoidore/omai
Data
{'content': 'διαλοιδορέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to rail furiously at, τινι Hdt.; διαλοιδορηθείς Dem.', 'key': 'dialoidore/omai'}