Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διαληπτέος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλυμαίνομαι
διάλυσις
διαλυτέος
διαλυτής
διαλυτός
διαλύω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
View word page
διαλογισμός
διαλογισμός from διαλογίζομαι διαλογισμός, ὁ, a balancing of accounts, Dem.

ShortDef

a balancing of accounts

Debugging

Headword:
διαλογισμός
Headword (normalized):
διαλογισμός
Headword (normalized/stripped):
διαλογισμος
IDX:
7890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7894
Key:
dialogismo/s

Data

{'content': 'διαλογισμός\n from διαλογίζομαι\n διαλογισμός, ὁ,\n a balancing of accounts, Dem.', 'key': 'dialogismo/s'}