διαλογισμός
διαλογισμός
from διαλογίζομαι
διαλογισμός, ὁ,
a balancing of accounts, Dem.
{
"content": "διαλογισμός\n from διαλογίζομαι\n διαλογισμός, ὁ,\n a balancing of accounts, Dem.",
"key": "dialogismo/s"
}