διαλλακτήρ
διαλλακτήρ
διαλλακτήρ, -ος ὁ
διαλλακτής, οῦ,
from διαλάσσω
a mediator, Hdt., Aesch.
{ "content": "διαλλακτήρ\n διαλλακτήρ, -ος ὁ\n διαλλακτής, οῦ,\n from διαλάσσω\n a mediator, Hdt., Aesch.", "key": "diallakth/r" }