Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἰθύσσω
αἴθων
αἴθω
αἰκάλλω
αἰκέλιος
ἀϊκή
ἀϊκής
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
ἀικῶς
αἴλινος
αἴλουρος
αἱμακτός
αἱμαλέος
αἷμα
αἱμασιά
αἱμάς
αἱμάσσω
αἱματεκχυσία
View word page
αἰκισμός
αἰκισμός = αἴκισμα, Dem.

ShortDef

outrage, torture, mutilation

Debugging

Headword:
αἰκισμός
Headword (normalized):
αἰκισμός
Headword (normalized/stripped):
αικισμος
IDX:
789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n789
Key:
ai)kismo/s

Data

{'content': 'αἰκισμός\n = αἴκισμα, Dem.', 'key': 'ai)kismo/s'}