Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείχω
διαλεκτέος
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διαληπτέος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλυμαίνομαι
διάλυσις
διαλυτέος
View word page
διάλλαγμα
διάλλαγμα διάλλαγμα, ατος, τό, a substitute, changeling, Eur. from διαλάσσω
ShortDef
a substitute, changeling
Debugging
Headword:
διάλλαγμα
Headword (normalized):
διάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
διαλλαγμα
IDX:
7885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7889
Key:
dia/llagma
Data
{'content': 'διάλλαγμα\n διάλλαγμα, ατος, τό,\n a substitute, changeling, Eur.\n from διαλάσσω', 'key': 'dia/llagma'}