διάλλαγμα
διάλλαγμα
διάλλαγμα, ατος, τό,
a substitute, changeling, Eur.
from διαλάσσω
{
"content": "διάλλαγμα\n διάλλαγμα, ατος, τό,\n a substitute, changeling, Eur.\n from διαλάσσω",
"key": "dia/llagma"
}