διαληπτέος
διαληπτέος
διαληπτέος, ον
verb. adj. of διαλαμβάνω,
one must distinguish, Plat.
{ "content": "διαληπτέος\n διαληπτέος, ον\n verb. adj. of διαλαμβάνω,\n one must distinguish, Plat.", "key": "dialhpte/os" }