Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διαλγής
διαλέγω
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείχω
διαλεκτέος
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διαληπτέος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλυμαίνομαι
View word page
διαληπτέος
διαληπτέος διαληπτέος, ον verb. adj. of διαλαμβάνω, one must distinguish, Plat.
ShortDef
one must distinguish
Debugging
Headword:
διαληπτέος
Headword (normalized):
διαληπτέος
Headword (normalized/stripped):
διαληπτεος
IDX:
7883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7887
Key:
dialhpte/os
Data
{'content': 'διαληπτέος\n διαληπτέος, ον\n verb. adj. of διαλαμβάνω,\n one must distinguish, Plat.', 'key': 'dialhpte/os'}