Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διαλανθάνω
διαλγής
διαλέγω
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείχω
διαλεκτέος
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διαληπτέος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτήρ
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
View word page
διαλεπτολογέομαι
διαλεπτολογέομαι λεπτολόγος Dep. to discourse subtly, chop logic, τινι with one, Ar.

ShortDef

to discourse subtly, chop logic

Debugging

Headword:
διαλεπτολογέομαι
Headword (normalized):
διαλεπτολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλεπτολογεομαι
IDX:
7882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7886
Key:
dialeptologe/omai

Data

{'content': 'διαλεπτολογέομαι\n λεπτολόγος\n Dep. to discourse subtly, chop logic, τινι with one, Ar.', 'key': 'dialeptologe/omai'}