διακωλυτέος
διακωλυτέος
διακωλῡτέος, ον
verb. adj. of διακωλύω
one must hinder, Plat.
{
"content": "διακωλυτέος\n διακωλῡτέος, ον\n verb. adj. of διακωλύω\n one must hinder, Plat.",
"key": "diakwlute/os"
}