Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διακορκορυγέω
διάκορος
διακόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακράζω
διακρατέω
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβόω
διακριβωτέος
διακριδόν
διακρίνω
Διάκριοι
διάκρισις
διακριτέος
διάκριτος
διάκρουσις
διακρούω
View word page
διακρηνόω
διακρηνόω Doric -κρᾱνόω to make to flow, Theocr.
ShortDef
to make to flow
Debugging
Headword:
διακρηνόω
Headword (normalized):
διακρηνόω
Headword (normalized/stripped):
διακρηνοω
IDX:
7842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7846
Key:
diakrhno/w
Data
{'content': 'διακρηνόω\n Doric -κρᾱνόω\n to make to flow, Theocr.', 'key': 'diakrhno/w'}