Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

διακονικός
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διακόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακράζω
διακρατέω
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβόω
διακριβωτέος
διακριδόν
διακρίνω
View word page
διακόσμησις
διακόσμησις from διακοσμέω διακόσμησις, εως a setting in order, regulating, Plat.

ShortDef

a setting in order, regulating

Debugging

Headword:
διακόσμησις
Headword (normalized):
διακόσμησις
Headword (normalized/stripped):
διακοσμησις
IDX:
7836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7840
Key:
diako/smhsis

Data

{'content': 'διακόσμησις\n from διακοσμέω\n διακόσμησις, εως\n a setting in order, regulating, Plat.', 'key': 'diako/smhsis'}