Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
διακομιδή
διακομίζω
διακονέω
διακόνημα
διακονία
διακονικός
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοπή
διακόπτω
διακορής
διακορκορυγέω
διάκορος
διακόσιοι
διακοσμέω
διακόσμησις
διάκοσμος
διακούω
διακράζω
διακρατέω
διακρέκω
View word page
διακορής
διακορής διακορής, ές = διάκορος, Plat.
ShortDef
satiated
Debugging
Headword:
διακορής
Headword (normalized):
διακορής
Headword (normalized/stripped):
διακορης
IDX:
7831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7835
Key:
diakorh/s
Data
{'content': 'διακορής\n διακορής, ές\n = διάκορος, Plat.', 'key': 'diakorh/s'}